προκοίλιος

προκοίλιος
προκοίλιος
ventrosus
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προκοίλιος — ον, Α 1. κοιλαράς, πρόκοιλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κοιλία (πρβλ. εγ κοίλιος)] …   Dictionary of Greek

  • προκοίλιον — προκοίλιος ventrosus masc/fem acc sg προκοίλιος ventrosus neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκοιλίου — προκοίλιος ventrosus masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκοιλίους — προκοίλιος ventrosus masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκοιλίῳ — προκοίλιος ventrosus masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκοίλιοι — προκοίλιος ventrosus masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκοιλιούμαι — όομαι, Α [προκοίλιος] 1. γίνομαι προκοίλιος, αποκτώ προκοίλι 2. μτφ. (κατά τον Ευστ.) «προκοιλιοῡσθαι τὸ σῶμα τοῡ μέλους τῇ παρεκβάσει» …   Dictionary of Greek

  • προκοίλης — ο, Ν [προκοίλι] αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά, κοιλαράς, προκοίλιος* …   Dictionary of Greek

  • προκοίλι — και προκιούλι, το, Ν 1. υπογάστριο 2. η κοιλιά τού προγάστορα 3. η κοιλιά ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κοιλιά, ή, κατ άλλη άποψη, < προκοίλιος*] …   Dictionary of Greek

  • πρόκοιλος — η, ο, ΝΑ ζωολ. (για σπόνδυλο) αυτός τού οποίου η πρόσθια επιφάνεια είναι κοίλη αρχ. προκοίλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κοιλος (< κοιλία), πρβλ. μεγαλό κοιλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”